μεγάλυνση

μεγάλυνση
η
1. η ενέργεια τού μεγαλύνω, το να εξυψώνει κανείς κάποιον ή κάτι
2. εκκλ. το να εξυμνεί κάποιος τον Θεό, ανύμνηση, εγκωμιασμός, δοξολογία τού Θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλύνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οφελμός — ὀφελμός, ὁ (Α) [οφέλλω (II)] αύξηση, μεγάλυνση …   Dictionary of Greek

  • εξύψωση — η ανύψωση, έξαρση, και μτφ., μεγάλυνση, εγκωμιασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”