Dictionary of Greek. 2013.
οφελμός — ὀφελμός, ὁ (Α) [οφέλλω (II)] αύξηση, μεγάλυνση … Dictionary of Greek
εξύψωση — η ανύψωση, έξαρση, και μτφ., μεγάλυνση, εγκωμιασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)